- πιστοτερώ
- -έω, Μπαρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)].
Dictionary of Greek. 2013.