πιστοτερώ

πιστοτερώ
-έω, Μ
παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιστοτέρῳ — πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρωι — πιστοτέρῳ , πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστοτέρῳ , πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”